εφελκύω

εφελκύω
(ΑΜ ἐφελκύω)
σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εφέλκυση — η (Α ἐφέλκυσις) [εφελκύω] προσέλκυση, έλξη, τράβηγμα …   Dictionary of Greek

  • εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… …   Dictionary of Greek

  • εφελκυστής — ἐφελκυστής, ὁ (Α) [εφελκύω] βοηθός …   Dictionary of Greek

  • εφελκυστικός — ή, ό (ΑΜ ἐφελκυστικός, ή, όν) [εφελκύω] 1. αυτός που έλκει, που σύρει προς το μέρος του 2. φρ. «εφελκυστικό ν» το ευφωνικό ν («τὸ ν ἐφελκυστικόν ἐστιν ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. μτφ. αυτός που δημιουργεί σημείο προσέγγισης. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՒԴՐԵՄ — ( ) NBH 2 0645 Chronological Sequence: Early classical ՊԱՒԴՐԵԼ. Բառ անյայտ. իբր յն. Ձգել, քաշել. ἑφελκύω attraho. որ թարգմանի եւ պատրել. (Թերեւս այսպէս էր գրելի.) *Թէպէտ եւ կարի ոք մեծամիտ իցէ այրն, այնու վաղ պաւդրի, յորժամ հեզութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”